οχλώ

οχλώ
(ε) μετ.
1) беспокоить; надоедать (кому-л.); донимать (разг ); докучать (кому-л.уст. ); 2) юр. напоминать кому-л. о выполнении обязательства

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οχλώ" в других словарях:

  • οχλώ — (ΑΜ ὀχλῶ, έω) [όχλος] ενοχλώ νεοελλ. (νομ.) κάνω υπόμνηση τού χρέους τού οφειλέτη προς εμένα αρχ. 1. κινώ, κυλίω («ψηφῑδες ἅπασαι οχλεῡνται», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ὀχλοῡμαι, έομαι (σχετικά με τόπο) γεμίζω από κόσμο …   Dictionary of Greek

  • ὀχλῶ — ὀχλάζω to be in a tumult fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀχλέω move pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀχλέω move pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλῳ — ὄχλος crowd masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλωι — ὄχλῳ , ὄχλος crowd masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • народъ — НАРОД|Ъ (286), А с. 1.Народ, люди: и видѣвъ многь народъ въпроси чьто творѧть тѹ. ЖФП XII, 60г; и пришьдъ обрѣтъ народъ многъ. ЧудН ХII, 66в; и пакы не могѹ с тобою бытi ѥдинъ. народъ хощю видѣти. ПрЛ XIII, 14а; ты ѥси наставникъ народомъ. СбЯр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αόχλητος — ἀόχλητος, ον (Α) [οχλώ] αυτός που δεν ενοχλείται, ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • διοχλώ — διοχλῶ ( έω) (Α) [οχλώ] ενοχλώ υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός …   Dictionary of Greek

  • κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»